Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα απελευθερωση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα απελευθερωση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Κυριακή 6 Μαΐου 2012
Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012
Φιλική Εταιρία και Μύηση

Ανήμερα Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1814, στην Οδησσό και με τον πόθο για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού να πυρώνει τις καρδιές τους και τις καρδιές ολόκληρου του Γένους, συναντιούνται και ιδρύουν την Φιλική Εταιρία, ο 35χρονος Νικόλαος Σκουφάς από το Κομπότι της Άρτας, ο 42χρονος Εμμανουήλ Ξάνθος από την Πάτμο και ο 26χρονος Αθανάσιος Τσακάλωφ από τα Γιάννενα... Στόχος της ήταν η προετοιμασία του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων και ο τρόπος δράσης και εξάπλωσης της συνωμοτικός.
Η Φιλική Εταιρεία οργανώθηκε με μεγάλη μυστικότητα. Οι Φιλικοί μυούνταν στην Εταιρεία με μυστικό όρκο και επικοινωνούσαν με κώδικες, ψευδώνυμα και συνθηματικές λέξεις. Σκοπός της η γενική επανάσταση των Ελλήνων για την «ανέγερσιν και απελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδoς μας», όπως λέει ο Ξάνθος στα «Aπομνημονεύματά» του «Δια να ενεργήσωσι μόνοι των ό,τι ματαίως από πολλού χρόνου ήλπιζον από την φιλανθρωπίαν των χριστιανών βασιλέων...»
Μετά τα πρώτα χρόνια και εως το 1821, η ανάπτυξη της Φιλικής Εταιρίας είναι αντυπωσιακή και μέλη της ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους μυημένους οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αναγνωσταράς, ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), οι Φαναριώτες Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Νέγρης, οι μεγαλοκαραβοκύρηδες Κουντουριώτηδες, οι μεγαλοκoτζαμπάσηδες Ζαΐμης, Λόντος, Νοταράς, ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός κ.ά.
Με πυραμιδοειδή διάρθρωση και στην κορυφή την "Αόρατο Αρχή" οι εντολές της εκτελούνταν ασυζητητί από τα μέλη της που είχαν ορκιστεί για τον μεγάλο σκοπό.
Ακολουθεί ο πλήρης όρκος τους: «Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού... ο θάνατός μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, δια να μη λησμονώ την αγνότητα της Εταιρείας με την συμμετοχήν μου» (για τον πλήρη όρκο βλέπε την προηγούμενη ανάρτηση "Όρκος Φιλικής Εταιρίας").
Η Εταιρεία ονομαζόταν από τα μέλη της «Ναός» και είχε τέσσερις βαθμίδες μύησης: α) οι Αδελφοποιητοί ή Βλάμηδες, β) οι Συστημένοι, γ) οι Ιερείς και δ) οι Ποιμένες.
Οι Ιερείς ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της μύησης στους δύο πρώτους βαθμούς. Όταν ο Ιερέας πλησίαζε κάποιον, σιγουρευόταν για τη φιλοπατρία του και τον κατηχούσε πλαγίως στους σκοπούς της εταιρείας, οπότε το τελευταίο στάδιο ήταν να ορκιστεί. Τότε τον πήγαινε σε κάποιον κληρικό κάτι καθόλου εύκολο αν ο ιερέας δεν ήταν ήδη μυημένος. Πήγαινε και εύρισκε τον ιερέα και του έλεγε ότι ήθελε να ορκίσει κάποιον για προσωπική τους υπόθεση, προκειμένου να διαπιστώσει ότι λέει την αλήθεια. Ο κληρικός φορούσε το πετραχήλι και έπαιρνε το Ευαγγέλιο, οπότε ο κατηχητής έπαιρνε παράμερα τον υποψήφιο και του υπαγόρευε ψιθυριστά τον «μικρό όρκο», τον οποίο έπρεπε να τον επαναλαμβάνει ο κατηχούμενος χαμηλόφωνα τρεις φορές: «Ορκίζομαι εις το όνομα της αληθείας και της δικαιοσύνης, ενώπιον του Υπερτάτου Όντος, να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα το μυστήριον, το οποίον θα μου εξηγηθεί και ότι θα αποκριθώ την αλήθειαν εις ό,τι ερωτηθώ». Όταν γινόταν αυτό, τότε ο κατηχητής πλησίαζε τον υποψήφιο στον ιερέα και τον ρωτούσε: «Είναι αληθινά, αδελφέ, αυτά που μου επανέλαβες τρεις φορές;» «Είναι και θα είναι αληθινά και για την ασφάλειά τους ορκίζομαι στο Ευαγγέλιο», απαντούσε ο υποψήφιος. Την ίδια περίπου ερώτηση, έκανε και ο κληρικός και αφού έπαιρνε καταφατική απάντηση, τον όρκιζε στο Ευαγγέλιο, δίχως να γνωρίζει την ουσία της υπόθεσης». Από εκεί και μετά ο μυούμενος θεωρείτο νεοφώτιστο μέλος της Εταιρείας, ήταν δηλαδή Βλάμης, με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Ο Φιλικός με το βαθμό του Ιερέα είχε αμέσως την υποχρέωση να του δείξει όλα τα σημάδια αναγνώρισης μεταξύ των Βλάμηδων. Τόσο οι Βλάμηδες όσο και οι Συστημένοι αγνοούσαν τους επαναστατικούς σκοπούς της οργάνωσης. Ήξεραν μόνο πως υπήρχε μια Εταιρεία που πασχίζει για το γενικό καλό του έθνους, η οποία συμπεριλάμβανε στους κόλπους της και σημαντικά πρόσωπα. Κάτι τέτοιο διαδιδόταν σκόπιμα, για να τονώνεται το ηθικό των μελών αφενός και αφετέρου για να γίνεται ευκολότερα ο προσηλυτισμός. Για να περάσει ένα μέλος από τη βαθμίδα των Συστημένων σε εκείνη των Ιερέων θα έπρεπε να δοκιμαστεί η αφοσίωσή του στην αρχή και το ιδεώδες της ελευθερίας. Κατ' αρχάς γινόταν ένας διάλογος μεταξύ του μέλους και του μυητή. Εκεί, σε αυτόν το διάλογο, ο μυητής αναγνώριζε το βαθμό της φλόγας που υπήρχε μέσα στον αγωνιστή και αν ήταν ικανοποιητική του ανακοίνωνε ότι θα περνούσε στο βαθμό του Ιερέα. Εκεί χώριζαν για να ξανασυναντηθούν την επόμενη μέρα. Ο υποψήφιος έφερνε ένα μικρό κίτρινο κερί που του είχε ζητηθεί από πριν και πήγαιναν σ' ένα ασφαλές σπίτι. Εκεί ο μυητής έπαιρνε ένα εικόνισμα και το έστηνε στο τραπέζι. Μπροστά από το εικόνισμα άναβαν το κερί. Μέσα στην επιβλητική ατμόσφαιρα του μισοσκόταδου ο μυητής τον ρωτούσε με επισημότητα για τελευταία φορά: «Μήπως δεν στοχάζεσαι τον εαυτόν σου εις αρκετήν δύναμην; Έχεις ακόμη καιρό να παραιτηθείς. Από τον δεσμόν όπου επεμβαίνω μόνoν ο θάνατος θα ημπορεί να σε λυτρώσει! Σε ολίγoν κάθε μεταμέλειά σου θα είναι ασυγχώρητος!» «Το εστοχάστηκα και στέργω», απαντούσε ο υποψήφιος και τότε συνεχιζόταν η μυητική διαδικασία. Αμέσως μετά ο μυητής έπαιρνε το κερί και το έδινε στον υποψήφιο που το κρατούσε με το αριστερό χέρι, ενώ γονάτιζαν και οι δύο, έκαναν το σταυρό τους και ασπάζονταν την εικόνα. Σε αυτή τη θέση ο μυητής διάβαζε «τον μεγάλο όρκο» και ο μυούμενος τον επαναλάμβανε με κάθε σεβασμό της ιερής εκείνης στιγμής. Μετά τον όρκο ο μυητής ακουμπούσε το δεξί του χέρι στον ώμο του μυούμενου και δήλωνε με κάθε επισημότητα: «Ενώπιον του αοράτου και πανταχού παρόντος αληθινού Θεού,. του καθ' αυτό δικαίου, του εκδικούντος την παράβασιν και παιδεύοντος την κακίαν, καθιερώνω κατά τους κανόνας της Φιλικής Εταιρείας τον (ονοματεπώνυμο) εκ πατρίδος (τόπος καταγωγής), ετών (ηλικία) και επαγγέλματος (τάδε) και δέχομαι τούτον ιερέα, καθώς εδέχθην τούτον εις την Εταιρείαν των Φιλικών». Το κερί έσβηνε και φυλασσόταν ευλαβικά, ενώ από εκείνη τη στιγμή ο μυημένος ήταν Ιερέας της Φιλικής. Προκειμένου να διαφυλάσσονται τα στεγανά της «Αόρατης Αρχής», κανείς νεοφώτιστος Ιερέας δεν μπορούσε να επικοινωνήσει απευθείας με αυτήν, παρά μόνο μέσω του μυητή του. Αυτή η Ιεραρχική πυραμιδοειδής δομή ήταν που διαφύλαξε μέχρι τέλους και διατήρησε αλώβητη τη Φιλική. Έτσι, ο νέος Ιερέας ήταν έτοιμος να ξεκινήσει το έργο της διαφώτισης και της στρατολόγησης νέων μελών, εφόσον έδινε έναν τελικό όρκο, στον οποίο ορκιζόταν ότι πάντοτε θα διακήρυσσε τα ιδεώδη της οργάνωσης. Η ανώτατη βαθμίδα μύησης στη Φιλική Εταιρεία ήταν οι Ποιμένες, οι οποίοι στρατολογούνταν από τις τάξεις των Ιερέων. Κατά την τελετή μύησής τους οι υποψήφιοι Ποιμένες έφερναν μαζί το κερί της προηγούμενης μύησής τους και για άλλη μια φορά έδιναν μέγα όρκο εμπρός στο εικόνισμα ότι θα τηρούν αυστηρά τα καθήκοντά τους, ότι δε θα δέχονται στις τάξεις τους ανθρώπους χωρίς ιδεώδη και χαρακτήρα αντάξιο της επανάστασης. Δεν πρόκειται, επίσης, για κανένα λόγο να μαρτυρούν το βαθμό τους. Συνέτασσαν και ένα αφιερωτικό γράμμα προς την «Αόρατο Αρχή», στο οποίο γραφόταν σε κώδικα και χαράσσονταν και εδώ σύμβολα. Επίσης, διαφορετικό κώδικα είχε και ένα γράμμα που έφεραν μαζί τους. Τέλος, ας σημειωθεί ότι σε καμιά βαθμίδα δεν υπήρχε δυνατότητα λήψης αποφάσεων, ούτε επιτρεπόταν να συσκέπτονται και να συνεδριάζουν. Υπάκουαν ασυζητητί στις εντολές της ηγεσίας.
Διαβάστε περισσότερα...
Ετικέτες
απελευθερωση,
επανασταση,
πατριωτισμος
Όρκος Φιλικής Εταιρείας

«Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού, ότι θέλω είμαι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα. Να φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και τους λόγους της, μήτε να σταθώ κατ΄ουδένα λόγον ή αφορμή του να καταλάβωσι άλλοι ποτέ, ότι γνωρίζω τι περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν ή φίλον μου.
Ορκίζομαι ότι εις το εξής δεν θέλω έμβει εις καμμίαν εταιρείαν, οποία και αν είναι, μήτε εις κανέναν δεσμόν υποχρεωτικόν. Και μάλιστα, οποιονδήποτε δεσμόν αν είχα, και τον πλέον αδιάφορον ως προς την Εταιρείαν, θέλω τον νομίζει ως ουδέν.
Ορκίζομαι ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους, θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίστασις το συγχωρήσει.
Ορκίζομαι να μη μεταχειριστώ ποτέ βίαν δια να αναγνωρισθώ με κανένα συνάδελφον, προσέχων εξ εναντίας με την μεγαλυτέραν επιμέλειαν να μην λανθασθώ κατά τούτο, γενόμενος αίτιος ακολούθου τινός συμβάντος, με κανένα συνάδελφον.
Ορκίζομαι να συντρέχω, όπου εύρω τινά συνάδελφον, με όλην την δύναμιν και την κατάστασίν μου. Να προσφέρω εις αυτόν σέβας και υπακοήν, αν είναι μεγαλύτερος εις τον βαθμόν και αν έτυχε πρότερον εχθρός μου, τόσον περισσότερον να τον αγαπώ και να τον συντρέχω, καθ΄όσον η έχθρα μου ήθελεν είναι μεγαλυτέρα.
Ορκίζομαι ότι καθώς εγώ παρεδέχθην εις Εταιρείαν, να δέχομαι παρομοίως άλλον αδελφόν, μεταχειριζόμενος πάντα τρόπον και όλην την κανονιζομένην άργητα, εωσού τον γνωρίσω Έλληνα αληθή, θερμόν υπερασπιστήν της πατρίδος, άνθρωπον ενάρετον και άξιον όχι μόνον να φυλάττη το μυστικόν, αλλά να κατηχήση και άλλον ορθού φρονήματος.
Ορκίζομαι να μην ωφελώμαι κατ΄ουδένα τρόπον από τα χρήματα της Εταιρείας, θεωρών αυτά ως ιερό πράγμα και ενέχυρον ανήκον εις όλον το Έθνος μου. Να προφυλάττωμαι παρομοίως και εις τα λαμβανόμενα εσφραγισμένα γράμματα.
Ορκίζομαι να μην ερωτώ κανένα των Φιλικών με περιέργειαν, δια να μάθω οποίος τον εδέχθη εις την Εταιρείαν. Κατά τούτο δε μήτε εγώ να φανερώσω, ή να δώσω αφορμήν εις τούτον να καταλάβη, ποίος με παρεδέχθη. Να αποκρίνομαι μάλιστα άγνοιαν, αν γνωρίζω το σημείον εις το εφοδιαστικόν τινός.
Ορκίζομαι να προσέχω πάντοτε εις την διαγωγήν μου, να είμαι ενάρετος. Να ευλαβώμαι την θρησκείαν μου, χωρίς να καταφρονώ τας ξένας. Να δίδω πάντοτε το καλόν παράδειγμα. Να συμβουλεύω και να συντρέχω τον ασθενή, τον δυστυχή και τον αδύνατον. Να σέβομαι την διοίκησιν, τα έθιμα, τα κριτήρια και τους διοικητάς του τόπου, εις τον οποίον διατριβώ.
Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισάθλια Πατρίς ! Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε. Εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου. Η θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήσει επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομά μου να είναι εις αποστροφήν, και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των Ομογενών μου, αν ίσως λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των και δεν εκπληρώσω το χρέος μου. Τέλος ο θάνατός μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, δια να μη λησμονώ την αγνότητα της Εταιρείας με την συμμετοχήν μου».
Διαβάστε περισσότερα...
Ετικέτες
απελευθερωση,
επανασταση,
πατριωτισμος
Σάββατο 19 Μαρτίου 2011
Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009
Σαν σήμερα λευτερώσαμε τα Γιάννενα
Ύστερα από 500 χρόνια σκλαβιάς, στις 21 Φεβρουαρίου του 1913, τα Γιάννενα λευτερώθηκαν.
Ακολουθούν κείμενα και φωτογραφίες για την ιστορική μέρα μνήμης
Τα Γιάννινα δεν τα πήραμε μόνο με τα όπλα και τον ηρωισμό των στρατιωτών.
Δεν τα πήραμε μόνο με στρατηγικά σχέδια και ψηλά ιδανικά.
Τα πήραμε με ψυχή και τρυφεράδα
Τα πήραμε με τα αισιόδοξα γράμματα από τα παγωμένα μετερίζια.
Οι αγώνες των Ελλήνων δεν ήταν ξεχωριστοί μόνο για την δύναμη της ψυχής τους.
Ήταν ξεχωριστοί και για τις εξομολογήσεις της μοναξιάς που βρέθηκαν
στα κιτρινισμένα γράμματα του μετώπου.
Μέσα από τις τσαλακωμένες σελίδες ξεπηδούν ζωντανοί οι πολεμιστές.
Ξεπηδούν ζωντανές οι στιγμές της καθημερινότητας, των
μαχητών που μαζεύτηκαν απ’ όλη την Ελλάδα.
Αυτά ψάξαμε για τούτη την επέτειο.
Αυτές τις στιγμές δημοσιεύουμε για να κρατήσουμε ζωντανές τις
μνήμες με ονοματεπώνυμο ή χωρίς.
Αφιέρωμα στον Άγνωστο
Που σκοτώθηκε
Για να γεννηθούμε λεύτεροι.
Μαίρη Τσακελίδου
Απόφοιτος Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων
Ο λογοτέχνης Γιώργος Χατζής, στην εφημερίδα «Ήπειρος», στο πρώτο φύλλο της, στις 3 Μαρτίου 1913, σε ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο άρθρο του, με τον τίτλο «Εχαμογέλασες», έγραφε:
«Ω πόλις, προσφιλής και πολυπικραμένη, ποιος να διηγηθεί την χαράν και τον ενθουσιασμόν σου επάνω εις τα μνήματα των νεκρών πατέρων μας, να εξυπνήσουν και αυτοί να χαρούν την αγίαν και ιεράν αυτήν χαράν;
Πεντακόσια ολόκληρα χρόνια. Πεντακόσια λυπημένα Χριστούγεννα και πεντακόσια θλιβερά Πάσχα, Ηπειρώτης δεν εχάρη το ψωμί που έτρωγε και φαρμάκι του εγίνετο το νερόν εις τα χείλη, εφ΄ όσον σε έννοιωθεν Σέναν, ω φιλτάτη και κλαμένη πόλις πόλις, φαρμακερά να δεήσαι εις το Εσταυρωμένον να σου λυπηθεί, τέλος πάντων, την αγωνίαν και τον θρήνον.
Πεντακόσια ολόκληρα χρόνια δεν έκλεισαν ειρηνικά τα μάτια του κανένας προπάππος μας και κανένας πατέρας μας δεν εχάρη πεντακόσια χρόνια τα παιδιά του...
Τώρα ελεύθερον και αγαπητόν χώμα εξύπνησε και ανάστησε τους αποθαμένους γονείς μας:
Και εις την ωραίαν και ιερτάν και μεγάλη πομπήν οδήγησε ω πόλις φιλτάτη, τας ψυχάς των πατέρων μας, με δάκρυα χαράς πλέον εις τα μάτια να φιλήσουν τα χέρια του υψηλού Ελευθερωτού και να εναγκαλισθούν τον γενναίον Ελληνικόν στρατόν Σου».
Και πιο κάτω με την ίδια συγκίνηση, ο αξέχαστος Γιώργος Χατζής, συνεχίζει:
«Η κυανόλευκος παίζει απαλά και υπερήφανος με τον ρασκιάν της παμβώτιδος επάνω εις το κάστρον, όπου οι Αλήδες και οι Βελήδες εσταύρωναν πεντακόσια ολόκληρα χρόνια: Και εγέλασαν, τέλος πάντων, και τα δικά σου χείλη, η πόλις αγαπητή και πολυβασανισμένη:
Στρατός Ελληνικός νικητής και ήρεμος, λέων εις την άχην και σεμνή παρθένος μετ’ αυτήν, κραδαίνων αήττητον χθές λόγχην εις το Μπιζάνι και σήμερα ευγενής και γαντοφορών πολιτισμένος στρατός περιφερόμενος ευσταλής εις του δορυαυλώτους δρόμους σας, έδιωξε και τον τελευταίον βασιβουζούκον και βάνδαλον Τούρκον Ζπτιέν, του οποίου, πέντε αιώνας τώρα, ησθάνθησαν οι πάπποι μας την αγριότητα και του οποίου επί τέσσαρα τώρα έτη από των στηλών τούτων εδιηγήθημεν εις όλον το πεπολιτισμένον κόσμο, τον βανδαλισμόν και την ωμότητα! Είσαι ελευθέρα και υπερήφανος δια την Μητέρα Σου Ελλάδα, ω κόρη βασανισθείσα και προσφιλής ο ελληνικός Στρατός είναι μέσα στα Γιάννενα τροπαιοφόρος! Τα Γιάννενα είναι ελεύθερα».
Από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων στην πλατεία ο Ελληνικός στρατός και Τούρκοι αιχμάλωτοι πολέμου 1912-13 από την ατομική συλλογή της Ιφιγένειας Χριστιάς Μπάη
Από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων παρέλαση Ελληνικού στρατού στην πλατεία των απελευθερωμένων Ιωαννίνων από την ατομική συλλογή της Ιφιγένειας Χριστιάς Μπάη
Το ιστορικό της μάχης
Τα Ιωάννινα αποτελούν μια καλά οχυρωμένη περιοχή εκείνη την εποχή με έργα που ξεκίνησαν πριν απο τους βαλκανικούς πολέμους με βάση τις υποδείξεις του γερμανού φον Γκόλτς που είχε αναλάβει να οργανώσει τον τουρκικό στρατό. Η οχύρωση τελειοποιήθηκε από τον τούρκο αντισυνταγματάρχη και αρχηγό του πυροβολικού εκείνες τις μέρες Βεχήπ βέη. Η οχύρωση δεν περιοριζόταν μόνο στο κεντρικό φρούριο αλλά επεκτάθηκε σε ακτίνα 6- 10 χιλιόμετρα πέριξ της πόλης.
Η άμυνα ήταν διαμορφωμένη να αντικρούσει επιθέσεις που θα είχαν εκκίνηση τους Αγ. Σαράντα ή από το Αργυρόκαστρο, καθώς και από το Μέτσοβο και την Παραμυθιά , κυρίως όμως ο κίνδυνος ήταν από τον νότο - Άρτα και Πρέβεζα - όπου υπήρχαν Ελληνικές δυνάμεις και τα οχυρωματικά έργα των τούρκων είχαν αυξηθεί στα σημεία Αετοράχη, Κανέτα ,Αυγό με σοβαρότερη οχύρωση επικεντρωμένη στο Μπιζάνι. Ο πυρήνας της αμυντικής οργάνωσης είναι το Μπιζάνι όπου περιμένουν μετωπική επίθεση από το νότο. Δυτικά η φυσική οχύρωση του εδάφους δεν άφηνε περιθώρια για επιθετικές κινήσεις οπότε και η άμυνα ήταν περιορισμένη.
Η δύναμη των τούρκων ήταν 20.000 στρατιώτες με διοικητή τον Εσσάτ πασά και κατά τον Δεκέμβριο του 1912 μετά την πτώση του Μοναστηρίου έφθασαν και 15000 άνδρες υπό τον Ζεκή πασά.
Ο ελληνικός στρατός με δύναμη μιας μεραρχίας έφθασε τον Νοέμβριο του 1912 στην κοιλάδα του Λούρου καταλαμβάνοντας τις εξόδους της Άρτας και της Πρέβεζας. Τέλος Νοεμβρίου στην περιοχή συγκεντρώθηκαν οι 2η, 4η , 6η και η 8η μεραρχία, ένα τάγμα ιππικού και πυροβολικό.
Τον Δεκέμβριο και από 1- 4 του μηνός εκδηλώθηκε από τους Έλληνες η πρώτη κατά μέτωπο επίθεση με στόχο να χτυπήσει την αριστερή και δεξιά πλευρά του Μπιζανίου φθάνοντας στην Μανωλιάσα και τον Αγ. Νικόλαο από την μία πλευρά και από την άλλη στα Λεσανά. Η επίθεση σταμάτησε λόγω του διαρκώς βάλλοντος τουρκικού πυροβολικού και εξ αιτίας της φύσεως του εδάφους που εμπόδισε το ελληνικό πυροβολικό να βοηθήσει την προέλαση του πεζικού.
Την 6η , 7η και 8η Δεκεμβρίου έγινε αντεπίθεση από την πλευρά των τούρκων με αποτέλεσμα ελαφρά υποχώρηση των ελλήνων. Μετά την 8η Δεκεμβρίου η ελληνική διοίκηση αποφάσισε αναστολή των επιθετικών ενεργειών αναμένοντας ενισχύσεις.
Οι ενισχύσεις έφθασαν στις αρχές Ιανουαρίου, έγινε αναδιοργάνωση των δυνάμεων και αποφασίστηκε επίθεση κατά τα μέσα Ιανουαρίου. Όμως τότε αυτομόλησε στον εχθρό κάποιος αλβανός που ήταν στην υπηρεσία του ελληνικού αρχηγείου πράγμα που δημιούργησε έντονο σκεπτικισμό για προδοσία του σχεδίου οπότε η επίθεση αποφασίσθηκε και έγινε πιο νωρίς την 7η Ιανουαρίου. Το στράτευμα ήταν χωρισμένο σε τρία τμήματα . Το κεντρικό επιτίθεται κατά μέτωπο στο Μπιζάνι μέσω Αετορράχης , το αριστερό τμήμα καταλαμβάνει αρκετά χαρακώματα στην περιοχή Μανωλιάσα ενώ το ανατολικό καταλαμβάνει την νύχτα της 7ης προς 8η Ιανουαρίου το Αυγό.
Τα τουρκικά στρατεύματα επιχείρησαν με το πυροβολικό ανακοπή της επίθεσης αλλά και η ξαφνική επιδείνωση του καιρού με φοβερή χιονοθύελλα καθήλωσαν τα ελληνικά στρατεύματα στις θέσεις τους.
Εκείνες τις μέρες μετά από συνεννόηση του διαδόχου Κων/νου με την κυβέρνηση ανέλαβε ο ίδιος την διοίκηση του στρατού Ηπείρου. Ο Κων/νος αποφάσισε να καταλάβει την πόλη με αιφνιδιαστική επίθεση ,αλλά βασική προϋπόθεση του σχεδίου ήταν η κατάληψη του Μπιζανίου. Τότε αποφασίστηκε να γίνουν ενέργειες ώστε ελληνικά σώματα να κινηθούν στα βόρεια της πόλης ώστε αφ’ ενός να αποκλείσουν υποχώρηση των τούρκων βορείως αφ’ ετέρου να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό ώστε να περιμένουν επίθεση από το Βορά. Οι δυνάμεις του Ελληνικού στρατού ενισχύθηκαν ώστε να επιχειρηθεί και μετωπιαία επίθεση στο Μπιζάνι από τον Νότο. Το βασικό μέρος του σχεδίου όμως περιλαμβάνει ενίσχυση των δυνάμεων στο δυτικό μέτωπο όπου οι τούρκοι θωρούν την φυσική οχύρωση αρκετή και είναι εκτεθειμένοι. Αφού έγινε συγκέντρωση των δυνάμεων στις 16και 17 Φεβρουαρίου σύμφωνα με το σχέδιο την 18η οι δυνάμεις που προωθήθηκαν στο δυτικό μέτωπο είχαν φθάσει σε σημείο να μπορούν επιτιθέμενες να βρεθούν στην «πλάτη» του Μπιζανίου πράγμα που έγινε στις 19 Φεβρουαρίου ενώ συγχρόνως το πυροβολικό και οι επιτιθέμενοι από νότο και ανατολάς δεν επέτρεψαν στον εχθρό να αποσπάσει τμήματα και να βοηθήσει την δυτική πλευρά. Λέγεται ότι το πυροβολικό έριξε συνολικά 12000 βλήματα που δεν επέτρεψαν στους τούρκους να ξεμυτίσουν από τις θέσεις τους. Οι έλληνες κατεδίωξαν τον εχθρό που υποχώρησε προς την πόλη και έκοψαν τηλεφωνικά και τηλεγραφικά σύρματα μεταξύ Μπιζανίου και Ιωαννίνων οπότε το Μπιζάνι βρέθηκε τελείως αποκομμένο και απομονωμένο και περικυκλωμένο από τις ελληνικές δυνάμεις. Τότε δόθηκε διαταγή να συνεχιστεί και τη νύχτα της 19ης η επίθεση οπότε το πρωί της 20ης Φεβρουαρίου έγινε πλήρης περικύκλωση των τούρκων. Τότε ο Εσσάτ πασάς προκειμένου να αποφύγει την αιματοχυσία ζήτησε τη μεσολάβηση του μητροπολίτου Ιωαννίνων για να παραδώσει την πόλη. Η αντιπροσωπία του Εσσάτ οδηγήθηκε στο χάνι Εμίν Αγά όπου δήλωσε παράδοση άνευ όρων . Το πρωί της 20ης Φεβρουαρίου διατάχθηκε το τάγμα του ιππικού να εισέλθει στα Ιωάννινα και να καταλάβει την πόλη. Την επομένη 21η Φεβρουαρίου 1913 εισέρχεται στην πόλη θριαμβευτικά ο Κων/νος και περιέρχονται στα χέρια των ελλήνων 30000 άνδρες και 1000 αξιωματικοί αιχμάλωτοι ,καθώς και 110 πυροβόλα.
Την απελευθέρωση των Ιωαννίνων γιόρτασαν τη Πέμπτη οι Έλληνες στη Γερμανία ενώ έχουν προγραμματιστεί εκδηλώσεις Ηπειρωτών σε όλη την Ευρώπη.
ΠΗΓΗ: egersis
Διαβάστε περισσότερα...
Ακολουθούν κείμενα και φωτογραφίες για την ιστορική μέρα μνήμης

Δεν τα πήραμε μόνο με στρατηγικά σχέδια και ψηλά ιδανικά.
Τα πήραμε με ψυχή και τρυφεράδα
Τα πήραμε με τα αισιόδοξα γράμματα από τα παγωμένα μετερίζια.
Οι αγώνες των Ελλήνων δεν ήταν ξεχωριστοί μόνο για την δύναμη της ψυχής τους.
Ήταν ξεχωριστοί και για τις εξομολογήσεις της μοναξιάς που βρέθηκαν
στα κιτρινισμένα γράμματα του μετώπου.
Μέσα από τις τσαλακωμένες σελίδες ξεπηδούν ζωντανοί οι πολεμιστές.
Ξεπηδούν ζωντανές οι στιγμές της καθημερινότητας, των
μαχητών που μαζεύτηκαν απ’ όλη την Ελλάδα.
Αυτά ψάξαμε για τούτη την επέτειο.
Αυτές τις στιγμές δημοσιεύουμε για να κρατήσουμε ζωντανές τις
μνήμες με ονοματεπώνυμο ή χωρίς.
Αφιέρωμα στον Άγνωστο
Που σκοτώθηκε
Για να γεννηθούμε λεύτεροι.
Μαίρη Τσακελίδου
Απόφοιτος Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων
Ο λογοτέχνης Γιώργος Χατζής, στην εφημερίδα «Ήπειρος», στο πρώτο φύλλο της, στις 3 Μαρτίου 1913, σε ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο άρθρο του, με τον τίτλο «Εχαμογέλασες», έγραφε:
«Ω πόλις, προσφιλής και πολυπικραμένη, ποιος να διηγηθεί την χαράν και τον ενθουσιασμόν σου επάνω εις τα μνήματα των νεκρών πατέρων μας, να εξυπνήσουν και αυτοί να χαρούν την αγίαν και ιεράν αυτήν χαράν;
Πεντακόσια ολόκληρα χρόνια. Πεντακόσια λυπημένα Χριστούγεννα και πεντακόσια θλιβερά Πάσχα, Ηπειρώτης δεν εχάρη το ψωμί που έτρωγε και φαρμάκι του εγίνετο το νερόν εις τα χείλη, εφ΄ όσον σε έννοιωθεν Σέναν, ω φιλτάτη και κλαμένη πόλις πόλις, φαρμακερά να δεήσαι εις το Εσταυρωμένον να σου λυπηθεί, τέλος πάντων, την αγωνίαν και τον θρήνον.
Πεντακόσια ολόκληρα χρόνια δεν έκλεισαν ειρηνικά τα μάτια του κανένας προπάππος μας και κανένας πατέρας μας δεν εχάρη πεντακόσια χρόνια τα παιδιά του...
Τώρα ελεύθερον και αγαπητόν χώμα εξύπνησε και ανάστησε τους αποθαμένους γονείς μας:
Και εις την ωραίαν και ιερτάν και μεγάλη πομπήν οδήγησε ω πόλις φιλτάτη, τας ψυχάς των πατέρων μας, με δάκρυα χαράς πλέον εις τα μάτια να φιλήσουν τα χέρια του υψηλού Ελευθερωτού και να εναγκαλισθούν τον γενναίον Ελληνικόν στρατόν Σου».
Και πιο κάτω με την ίδια συγκίνηση, ο αξέχαστος Γιώργος Χατζής, συνεχίζει:
«Η κυανόλευκος παίζει απαλά και υπερήφανος με τον ρασκιάν της παμβώτιδος επάνω εις το κάστρον, όπου οι Αλήδες και οι Βελήδες εσταύρωναν πεντακόσια ολόκληρα χρόνια: Και εγέλασαν, τέλος πάντων, και τα δικά σου χείλη, η πόλις αγαπητή και πολυβασανισμένη:
Στρατός Ελληνικός νικητής και ήρεμος, λέων εις την άχην και σεμνή παρθένος μετ’ αυτήν, κραδαίνων αήττητον χθές λόγχην εις το Μπιζάνι και σήμερα ευγενής και γαντοφορών πολιτισμένος στρατός περιφερόμενος ευσταλής εις του δορυαυλώτους δρόμους σας, έδιωξε και τον τελευταίον βασιβουζούκον και βάνδαλον Τούρκον Ζπτιέν, του οποίου, πέντε αιώνας τώρα, ησθάνθησαν οι πάπποι μας την αγριότητα και του οποίου επί τέσσαρα τώρα έτη από των στηλών τούτων εδιηγήθημεν εις όλον το πεπολιτισμένον κόσμο, τον βανδαλισμόν και την ωμότητα! Είσαι ελευθέρα και υπερήφανος δια την Μητέρα Σου Ελλάδα, ω κόρη βασανισθείσα και προσφιλής ο ελληνικός Στρατός είναι μέσα στα Γιάννενα τροπαιοφόρος! Τα Γιάννενα είναι ελεύθερα».


Το ιστορικό της μάχης
Τα Ιωάννινα αποτελούν μια καλά οχυρωμένη περιοχή εκείνη την εποχή με έργα που ξεκίνησαν πριν απο τους βαλκανικούς πολέμους με βάση τις υποδείξεις του γερμανού φον Γκόλτς που είχε αναλάβει να οργανώσει τον τουρκικό στρατό. Η οχύρωση τελειοποιήθηκε από τον τούρκο αντισυνταγματάρχη και αρχηγό του πυροβολικού εκείνες τις μέρες Βεχήπ βέη. Η οχύρωση δεν περιοριζόταν μόνο στο κεντρικό φρούριο αλλά επεκτάθηκε σε ακτίνα 6- 10 χιλιόμετρα πέριξ της πόλης.
Η άμυνα ήταν διαμορφωμένη να αντικρούσει επιθέσεις που θα είχαν εκκίνηση τους Αγ. Σαράντα ή από το Αργυρόκαστρο, καθώς και από το Μέτσοβο και την Παραμυθιά , κυρίως όμως ο κίνδυνος ήταν από τον νότο - Άρτα και Πρέβεζα - όπου υπήρχαν Ελληνικές δυνάμεις και τα οχυρωματικά έργα των τούρκων είχαν αυξηθεί στα σημεία Αετοράχη, Κανέτα ,Αυγό με σοβαρότερη οχύρωση επικεντρωμένη στο Μπιζάνι. Ο πυρήνας της αμυντικής οργάνωσης είναι το Μπιζάνι όπου περιμένουν μετωπική επίθεση από το νότο. Δυτικά η φυσική οχύρωση του εδάφους δεν άφηνε περιθώρια για επιθετικές κινήσεις οπότε και η άμυνα ήταν περιορισμένη.
Η δύναμη των τούρκων ήταν 20.000 στρατιώτες με διοικητή τον Εσσάτ πασά και κατά τον Δεκέμβριο του 1912 μετά την πτώση του Μοναστηρίου έφθασαν και 15000 άνδρες υπό τον Ζεκή πασά.
Ο ελληνικός στρατός με δύναμη μιας μεραρχίας έφθασε τον Νοέμβριο του 1912 στην κοιλάδα του Λούρου καταλαμβάνοντας τις εξόδους της Άρτας και της Πρέβεζας. Τέλος Νοεμβρίου στην περιοχή συγκεντρώθηκαν οι 2η, 4η , 6η και η 8η μεραρχία, ένα τάγμα ιππικού και πυροβολικό.
Τον Δεκέμβριο και από 1- 4 του μηνός εκδηλώθηκε από τους Έλληνες η πρώτη κατά μέτωπο επίθεση με στόχο να χτυπήσει την αριστερή και δεξιά πλευρά του Μπιζανίου φθάνοντας στην Μανωλιάσα και τον Αγ. Νικόλαο από την μία πλευρά και από την άλλη στα Λεσανά. Η επίθεση σταμάτησε λόγω του διαρκώς βάλλοντος τουρκικού πυροβολικού και εξ αιτίας της φύσεως του εδάφους που εμπόδισε το ελληνικό πυροβολικό να βοηθήσει την προέλαση του πεζικού.
Την 6η , 7η και 8η Δεκεμβρίου έγινε αντεπίθεση από την πλευρά των τούρκων με αποτέλεσμα ελαφρά υποχώρηση των ελλήνων. Μετά την 8η Δεκεμβρίου η ελληνική διοίκηση αποφάσισε αναστολή των επιθετικών ενεργειών αναμένοντας ενισχύσεις.
Οι ενισχύσεις έφθασαν στις αρχές Ιανουαρίου, έγινε αναδιοργάνωση των δυνάμεων και αποφασίστηκε επίθεση κατά τα μέσα Ιανουαρίου. Όμως τότε αυτομόλησε στον εχθρό κάποιος αλβανός που ήταν στην υπηρεσία του ελληνικού αρχηγείου πράγμα που δημιούργησε έντονο σκεπτικισμό για προδοσία του σχεδίου οπότε η επίθεση αποφασίσθηκε και έγινε πιο νωρίς την 7η Ιανουαρίου. Το στράτευμα ήταν χωρισμένο σε τρία τμήματα . Το κεντρικό επιτίθεται κατά μέτωπο στο Μπιζάνι μέσω Αετορράχης , το αριστερό τμήμα καταλαμβάνει αρκετά χαρακώματα στην περιοχή Μανωλιάσα ενώ το ανατολικό καταλαμβάνει την νύχτα της 7ης προς 8η Ιανουαρίου το Αυγό.
Τα τουρκικά στρατεύματα επιχείρησαν με το πυροβολικό ανακοπή της επίθεσης αλλά και η ξαφνική επιδείνωση του καιρού με φοβερή χιονοθύελλα καθήλωσαν τα ελληνικά στρατεύματα στις θέσεις τους.
Εκείνες τις μέρες μετά από συνεννόηση του διαδόχου Κων/νου με την κυβέρνηση ανέλαβε ο ίδιος την διοίκηση του στρατού Ηπείρου. Ο Κων/νος αποφάσισε να καταλάβει την πόλη με αιφνιδιαστική επίθεση ,αλλά βασική προϋπόθεση του σχεδίου ήταν η κατάληψη του Μπιζανίου. Τότε αποφασίστηκε να γίνουν ενέργειες ώστε ελληνικά σώματα να κινηθούν στα βόρεια της πόλης ώστε αφ’ ενός να αποκλείσουν υποχώρηση των τούρκων βορείως αφ’ ετέρου να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό ώστε να περιμένουν επίθεση από το Βορά. Οι δυνάμεις του Ελληνικού στρατού ενισχύθηκαν ώστε να επιχειρηθεί και μετωπιαία επίθεση στο Μπιζάνι από τον Νότο. Το βασικό μέρος του σχεδίου όμως περιλαμβάνει ενίσχυση των δυνάμεων στο δυτικό μέτωπο όπου οι τούρκοι θωρούν την φυσική οχύρωση αρκετή και είναι εκτεθειμένοι. Αφού έγινε συγκέντρωση των δυνάμεων στις 16και 17 Φεβρουαρίου σύμφωνα με το σχέδιο την 18η οι δυνάμεις που προωθήθηκαν στο δυτικό μέτωπο είχαν φθάσει σε σημείο να μπορούν επιτιθέμενες να βρεθούν στην «πλάτη» του Μπιζανίου πράγμα που έγινε στις 19 Φεβρουαρίου ενώ συγχρόνως το πυροβολικό και οι επιτιθέμενοι από νότο και ανατολάς δεν επέτρεψαν στον εχθρό να αποσπάσει τμήματα και να βοηθήσει την δυτική πλευρά. Λέγεται ότι το πυροβολικό έριξε συνολικά 12000 βλήματα που δεν επέτρεψαν στους τούρκους να ξεμυτίσουν από τις θέσεις τους. Οι έλληνες κατεδίωξαν τον εχθρό που υποχώρησε προς την πόλη και έκοψαν τηλεφωνικά και τηλεγραφικά σύρματα μεταξύ Μπιζανίου και Ιωαννίνων οπότε το Μπιζάνι βρέθηκε τελείως αποκομμένο και απομονωμένο και περικυκλωμένο από τις ελληνικές δυνάμεις. Τότε δόθηκε διαταγή να συνεχιστεί και τη νύχτα της 19ης η επίθεση οπότε το πρωί της 20ης Φεβρουαρίου έγινε πλήρης περικύκλωση των τούρκων. Τότε ο Εσσάτ πασάς προκειμένου να αποφύγει την αιματοχυσία ζήτησε τη μεσολάβηση του μητροπολίτου Ιωαννίνων για να παραδώσει την πόλη. Η αντιπροσωπία του Εσσάτ οδηγήθηκε στο χάνι Εμίν Αγά όπου δήλωσε παράδοση άνευ όρων . Το πρωί της 20ης Φεβρουαρίου διατάχθηκε το τάγμα του ιππικού να εισέλθει στα Ιωάννινα και να καταλάβει την πόλη. Την επομένη 21η Φεβρουαρίου 1913 εισέρχεται στην πόλη θριαμβευτικά ο Κων/νος και περιέρχονται στα χέρια των ελλήνων 30000 άνδρες και 1000 αξιωματικοί αιχμάλωτοι ,καθώς και 110 πυροβόλα.
Την απελευθέρωση των Ιωαννίνων γιόρτασαν τη Πέμπτη οι Έλληνες στη Γερμανία ενώ έχουν προγραμματιστεί εκδηλώσεις Ηπειρωτών σε όλη την Ευρώπη.
ΠΗΓΗ: egersis
Διαβάστε περισσότερα...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)